- ψυχαρίζω
- Ν(αμτβ.) (κυρίως για λογοτέχνη) ακολουθώ τις γλωσσικές απόψεις τού Γ. Ψυχάρη, είμαι ψυχαριστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ψυχάρης. Το ρ., στον τ. τής μτχ. ψυχαρίζοντες, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ανατολή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχαρίζω — είμαι οπαδός του ψυχαρισμού, δέχομαι τις απόψεις του γλωσσολόγου Ψυχάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)